κύβηλις

κύβηλις
κύβηλις, -εως
Grammatical information: f.
Meaning: = μάχαιρα, ἄμεινον δε πέλεκυς, ᾦ τὰς βοῦς καταβάλλουσι τινἐς την τυρόκνηστίν φασιν H. (com., Lyc.);
Derivatives: κυβηλικός `regarding a κ.' (com.), κυβηλίσαι πελεκίσαι H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unexplained. Wrong Fick KZ 42, 288 (s. WP. 1, 330). On ἀγερσι-κύβηλις s. Chantr., R. Et. Gr. 1962, 390. Prob. Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,38

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυβηλίς — κυβηλίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κυβελήιος …   Dictionary of Greek

  • κύβηλις — κύβηλις, εως, ἡ (Α) 1. είδος πελέκεως 2. τρίφτης τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • κύβηλις — axe fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυβηλίδα — Κυβηλίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυβηλίδες — Κυβηλίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυβηλίδος — Κυβηλίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβήλης — κύβηλις axe fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύβηλιν — κύβηλις axe fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβελήιος — κυβελήϊος, ΐα, ον, θηλ. και κυβεληΐς και κυβηλίς, ίδος (Α) [Κυβέλη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κυβέλη …   Dictionary of Greek

  • κυβηλίζω — (Α) [κύβηλις] χτυπώ με τον πέλεκυ, πελεκίζω …   Dictionary of Greek

  • κυβηλικός — κυβηλικός, ή, όν (Α) [κύβηλις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πέλεκυ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”